- πυορροϊκός
- η , ό[ν] гноящийся, выделяющий гной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυορροϊκός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την πυόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυόρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη] … Dictionary of Greek